накричаться - ορισμός. Τι είναι το накричаться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι накричаться - ορισμός


накричаться      
НАКРИЧ'АТЬСЯ, накричусь, накричишься, ·совер. (·разг. ). Вдоволь покричать: устать, крича.
накричаться      
сов. разг.
Покричать много, вдоволь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накричаться
1. Вызовите соседей на диалог, дайте накричаться, высказать претензии, не спорьте. 3.
2. Молодым везде у нас дорога, так что пора накричаться всласть, пока голосовые связки еще работают.
3. Разве не проще было дать "кучке оппозиционеров" промаршировать там, где они желают, вдоволь накричаться и тихо разойтись?
4. Это ведь у нас холодно, а в Париже уже весна, и как здорово выйти всем на солнышко, попеть песни, вволю накричаться, повалять дурака.
5. Впрочем, доведя преимущество до трех очков - 5:2, Кузнецова, с легкого язычка Мартины Хингис с некоторых пор носящая прозвище Терминатор, посчитала дело сделанным и расслабилась, позволив Шараповой вдоволь накричаться.
Τι είναι накричаться - ορισμός